- ἀσσαρίου
- ἀσσάριονassariusneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοδράντης — κοδράντης, ὁ (Α) το ένα τέταρτο τού νομίσματος ασσαρίου («ού μή έξέλθης ἐκεῑθεν ἕως οὗ ἀποδῷς τὸν ἔσχατον κοδράντην», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. quadrans, ntis] … Dictionary of Greek
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek
ουγγιά — και ουγκιά, η (AM οὐγγία και οὐγκία, Α και ὀγκία) νεοελλ. μονάδα βάρους σε διάφορες χώρες, που σήμερα ισούται με 28,34 γραμμάρια μσν. αρχ. το δωδεκατημόριο τού ασσαρίου ή γενικώς ενός συνόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. uncia (< unus «ένας»), πρβλ.… … Dictionary of Greek
πενταούγκιον — και πεντούγκιον και δωρ. τ. πεντώγκιον, τὸ, Α πέντε δωδεκατημόρια τού ασσαρίου, δηλ. πέντε ουγγιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πεντ + οὐγκία / οὐγγία (πρβλ. τετρα ούγκιον)] … Dictionary of Greek
τεταρτημόριο — το / τεταρτημόριον, ΝΑ, και συντετμημένος τ. ταρτημόριον και δωρ. τ. ταρταμόριον Α 1. το ένα από τα τέσσερα ίσα μέρη στα οποία έχει διαιρεθεί ένα όλο 2. μαθημ. καθένας από τους τέσσερεις ίσους τομείς στους οποίους διαιρούν την επιφάνεια ενός… … Dictionary of Greek
τετράς — (I) άδος, ἡ, ΜΑ βλ. τετράδα. (II) άντος, ο / τετρᾱς, ᾱντος, ΝΜΑ χάλκινο νόμισμα τών αρχαίων Ρωμαίων που είχε αξία ίση με ένα τέταρτο τού ασσαρίου νεοελλ. γεωμετρικό όργανο ευρύτατης άλλοτε χρήσης για μέτρηση υψών και αποστάσεων ή γωνιών… … Dictionary of Greek